- καμακίας
- καμακίας, ὁ (Α)φρ. «καμακίας σῑτος» — είδος σίτου με μακρύ καλάμι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμαξ, -ακος + κατάλ. -ίας*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμακίαν — καμακίᾱν , καμακίας which makes too much straw masc acc sg (attic epic doric aeolic) καμακίας which makes too much straw masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμαξ — κάμαξ, ακος, ὁ, ἡ (AM) μσν. το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθες αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα 2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.) 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξ το … Dictionary of Greek
καμακιστής — ο [καμακίζω] αυτός που ψαρεύει με καμάκι, ειδικός στο ψάρεμα με καμάκι, καμακίας … Dictionary of Greek